μύστρων

μύστρων
μύστρον
spoon
neut gen pl
μύστρος
*Geom.
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυστριοπώλης — μυστριοπώλης, ὁ (Α) πωλητής μικρών μύστρων, δηλαδή κουταλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστρίον + πώλης (< πωλώ)] …   Dictionary of Greek

  • μύστρον — μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ) κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.) μσν. μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια αρχ. 1. μυστίλη * 2. φρ. «μύστρου πλῆθος» πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”